- σκαιός
- σκαιός1 ill omened
ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτέρων — Σκαιός left fem gen comp pl Σκαιός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)